Χριστουγεννιάτικη ιστορία
της Γεωργίας Λουλούδη
Τα Χριστούγεννα θεωρούνται από πολλούς ανθρώπους η πιο ευτυχισμένη γιορτή του χρόνου στην οποία μικροί και μεγάλοι απολαμβάνουν τους στολισμούς στους δρόμους και τα δώρα προς τους αγαπημένους τους ανθρώπους. Έχουν συνδεθεί με λίγα λόγια με τα στολίδια, την αγάπη και την προσφορά, ωστόσο στην Καππαριά την εποχή των παππούδων μας γιορτάζονταν με έναν διαφορετικό τρόπο.

Συγκεκριμένα, τα παλαιότερα χρόνια στην Καππαριά δεν ήταν συνηθισμένο να στολίζουν Χριστουγεννιάτικο δέντρο αφού δεν υπήρχαν τα απαραίτητα υλικά ώστε να το διακοσμήσουν - μπάλες, γιρλάντες, αστέρι για την κορυφή, φωτάκια- . Για αυτό λοιπόν τα παιδιά του χωριού, την παραμονή των Χριστουγέννων, άρχισαν να φτιάχνουν μόνα τους τα δέντρα τους, κόβοντας κλαδιά από κυπαρίσσια τα οποία στόλιζαν στα σπίτια τους. Μάλιστα, επειδή δεν υπήρχαν στολίδια αυτοσχεδίαζαν, δηλαδή το στόλιζαν με μικρές καραμέλες, σοκολάτες, ενώ συχνά από τα περιτυλίγματα των ζαχαρωτών στόλιζαν τους καρπούς του δέντρου. Ωστόσο, ήταν μία συνήθεια που οι γονείς δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Χαρακτηριστική, λοιπόν, ήταν η άποψη της θείας Μαρίας της “Κατσαρίδας”-όπως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά- η οποία έλεγε: "Τι τα θέλετε μωρέ τα δέντρα, ο Χριστός δεν ήταν σπουργίτης για να ανεβαίνει στα δέντρα"! Όμως, παρά τις φωνές και τα παράπονα το κυπαρίσσι προκαλούσε μία πολύ ευχάριστη διάθεση μέσα σε κάθε σπίτι.
Επίσης, την ημέρα εκείνη, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τον κόκορα, τον οποίο θα έτρωγαν την ήμερα των Χριστουγέννων μετά την εκκλησία. Επιπλέον, ένα εξίσου σημαντικό έθιμο ήταν τα κάλαντα τα οποία έλεγαν τα παιδιά του χωριού σε κάθε σπίτι, περιμένοντας να μαζέψουν χρήματα και λιχουδιές, αφού κάθε νοικοκυριό τους πρόσφερε ότι καλύτερο είχε. Μάλιστα, πολλές φορές ο δάσκαλος έλεγε στα παιδιά να δώσουν τα χρήματα που συγκέντρωναν
για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Αντίστοιχα, το πρωί της ημέρας των Χριστουγέννων ο παπάς του χωριού χτυπούσε την καμπάνα στις πέντε και μισή με έξι και όλοι οι Καππαριανοί κρατώντας έναν φακό στο χέρι πήγαιναν στην εκκλησιά. Μετά τη λήξη της λειτουργίας, στις οκτώ, συγκεντρώνονταν στα σπίτια τους και έτρωγαν τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά. Μάλιστα, επειδή νήστευαν ολόκληρη τη Σαρακοστή, ήταν μία στιγμή που περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία. Ως αποτέλεσμα, από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν έλειπε ποτέ τίποτα. Το πρώτο τραπέζι γινόταν το πρωί και περιείχε πάντα σαλάτες και κοκκινιστό κόκορα με πατάτες, ενώ το δεύτερο τραπέζι γινόταν το μεσημέρι, μόλις γυρνούσαν οι άντρες από τα χωράφια. Σε αυτό έκαναν ψάρι τηγανητό ή σαρδέλες, ντολμάδες και φυσικά το παραδοσιακό φαγητό εκείνης της ημέρας
τον Αζώναρο, δηλαδή μπούτι παστό, χοιρινό, από τα χοιροσφάγια το οποίο ξεαλμύριζαν με νερό και γινόταν κοκκινιστό ή με πρασοσέλινο. Φυσικά από το τραπέζι αυτό δεν έλειπαν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Οι Καππαριανοί, λοιπόν, έφευγαν το πρωί από αυτές τις βεγγέρες αφού έτρωγαν όλοι μαζί στα σπίτια συγχωριανών και φίλων.
Τέλος, γίνεται κατανοητό ότι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι της Καππαριάς διασκέδαζαν, κάνοντας αστεία και δημιουργώντας χαρούμενες αναμνήσεις με τους συγχωριανούς τους. Εκείνοι την εποχή τα Χριστούγεννα αποτελούσαν πραγματικά ημέρες προσφοράς και αγάπης προς όλους τους ανθρώπους και για αυτό θα πρέπει να αναρωτηθούμε όλοι αν στη σημερινή εποχή έχουν χάσει λίγο την ουσία τους.